- δικαζομένου
- δικάζωBis Acc.pres part mp masc /neut gen sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δικαζομένου — δικάζω Bis Acc. pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek